- κυνώδης
- κυνώδης, -ῶδες (Α) [κύων]1. αυτός που μοιάζει με σκύλο, που έχει όψη ή ιδιότητες σκύλου («πιθηκόμορφοι καὶ κυνώδεις δαίμονες», Γρηγ. Ναζ.)2. αυτός που ανήκει, αναφέρεται, αρμόζει ή προσιδιάζει σε σκύλο, σκυλήσιος («κυνώδης ὄρεξις», Γαλ.)3. ευτελής, ποταπός4. δύστροπος, διεστραμμένος.επίρρ...κυνωδῶς (Α)με τρόπο που αρμόζει σε σκύλο.
Dictionary of Greek. 2013.